- συσπαστά
- σύσπαστοςcapable of being drawn togetherneut nom/voc/acc plσυσπαστόςcapable of being drawn togetherneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σύσπαστα — σύσπαστος capable of being drawn together neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστοίχιος — α, ο, Ν 1. αυτός που είναι στραμμένος προς τον τοίχο 2. φρ. «προστοίχια στερέωση» είδος στερέωσης τών παλαιών πυροβόλων τών ιστιοφόρων πλοίων κατά την οποία το στόμιο τού κανονιού στηριζόταν στο τοίχωμα τού σκάφους και τό συγκρατούσαν στη θέση… … Dictionary of Greek
σύσπαστος — η, ο και συσπαστός, ή, ό / σύσπαστος, ον και συσπαστός, όν, ΝΑ [συσπῶ] ο κατασκευασμένος με τέτοιο τρόπο ώστε να συσπάται, να συμπτύσσεται, να μαζεύεται («ὡς τὰ συσπαστὰ βαλάντια», Αθήν.) νεοελλ. 1. (για μυ) αυτός που παρουσιάζει σύσπαση 2. το… … Dictionary of Greek